- φωλιά
- Το κατάλυμα, η κατοικία, που κατασκευάζουν πολλά ζώα, για να προφυλαχθούν από τις καιρικές μεταβολές και από τους εχθρούς τους, κυρίως όμως για να γεννήσουν και αναθρέψουν εκεί τους απογόνους τους. Φ. φτιάχνουν πολλά θηλαστικά, κυρίως τα τρωκτικά, διάφορα ερπετά και αμφίβια, και μερικά ψάρια, διάφορες αράχνες και έντομα (μέλισσες, σφήκες, μυρμήγκια και τερμίτες). Όλα σχεδόν τα πουλιά, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, φτιάχνουν φ. για να τοποθετούν τα αβγά, να τα κλωσούν και να ανατρέφουν τα μικρά τους. Για την κατασκευή τους, χρησιμοποιούν κάθε είδους υλικά: κλαδιά, φύλλα, χώμα, πηλό, πετραδάκια, φτερά, πούπουλα, τρίχες διαφόρων ζώων κ.ά. Η συγκόλληση των υλικών αυτών γίνεται με κολλητικό υγρό, που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των πουλιών και ανακατεύεται με το σάλιο τους. Μερικές φ. είναι πολύ πρόχειρες και άτεχνες. Πολλές όμως είναι αριστουργηματικά κατασκευασμένες, ιδιαίτερα μάλιστα των μικρότερων πτηνών, και κυρίως των ωδικών. Για την κατασκευή τους χρησιμοποιούν το ράμφος τους και τις φτιάχνουν πάντοτε σε μέρος απρόσιτο ή απόκρυφο: στα πυκνά κλαδιά των δέντρων ή στα κοιλώματα των κορμών τους, σε πυκνούς θάμνους, σε κοιλώματα της γης. Τα καλοβατικά φτιάχνουν τις φ. κοντά στα νερά, τα νηκτικά στις απόκρημνες ακτές των έρημων νησιών και τα αρπακτικά στους απόκρημνους βράχους των βουνών. Τα έντομα φτιάχνουν τις φ. τους μέσα στο έδαφος ή στην επιφάνεια του κορμού των δέντρων κλπ. Πιο ενδιαφέρουσες είναι οι φ. των μελισσών, των σφηκών, των μυρμηγκιών και των τερμιτών.
Σταυραετοί, είδος προς εξαφάνιση, κοντά στη φωλιά τους (φωτ. ΑΠΕ).
Διδυμα κόκκινα πάντα, 13 ημερών, ξαπλωμένα στη φωλιά τους στο ζωολογικό κήπο του Γιοχάνεσμπουρκ (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η / φωλεά, ΝΜΑ, και λόγιος τ. φωλεά Νκατοικία ζώων, ιδίως πουλιώννεοελλ.1. ζωολ. κατασκευή που ετοιμάζει ένα ζώο για να στεγάσει τα αβγά του, τα νεογνά του ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, μόνον τον εαυτό του2. μτφ. α) απόκρυφο καταφύγιο, κρησφύγετο («φωλιά τρομοκρατών»)β) απόμερο οίκημα ερωτευμένων («αυτό το ξενοδοχείο είναι φωλιά για τα ζευγαράκια»)γ) καθεμία από τις θέσεις σε οργωμένο αγρό στις οποίες παραχώνονται σπόροι ή κόνδυλοι φυτών για να φυτρώσουν3. φρ. α) «πυροσβεστική φωλιά» — μεταλλικό κιβώτιο μέσα στο οποίο τοποθετείται πυροσβεστήρας και το οποίο βρίσκεται σε ευδιάκριτη θέση διαφόρων κτηρίωνβ) «φωλιά αντίστασης»στρ. κάθε εδαφικό σημείο που έχει ειδικά οργανωθεί για άμυναγ) «φωλιά πολυβόλου»στρ. οχυρωμένη θέση όπου είναι τοποθετημένο πολυβόλοδ) «φωλιά κόρακα»ναυτ. σκοπιά που βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο τού πρωραίου ιστού, κν. κορακοφωλιά3. παροιμ. «ο διάολος δεν χαλάει τη φωλιά του» — δηλώνει ότι ένας κακοποιός δεν βλάπτει εκείνους που τόν υποθάλπουν.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. φωλεός. Ο νεοελλ. τ. φωλιά με συνίζηση (πρβλ. ελιά: ελαία, συκιά: συκέα)για ετυμολ. βλ. λ. φωλεός].
Dictionary of Greek. 2013.